- μερίζω
- (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω)1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ.β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.)2. διανέμω, διαμοιράζω3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους μερίζω τὰς ἀναγραφάς», Διον. Αλ.)4. κατατέμνω, αποκόπτω, σχίζω, κομματιάζω κάτι («μερίζειν πελέκει χεῑρα», Ι μέρ.)5. μαθημ. κάνω διαίρεση, διαιρώ σε μέρη ανάλογαμσν.1. διεκδικώ («ἐμέριζαν τὴν νίκην»)2. φρ. α) «μερίζομαι εἰς πολλά» — μέ απασχολούν πολλά, κάνω διάφορες σκέψειςβ) «μερίζομαι κατὰ νοῡν» — η σκέψη μου πλανιέται σε πολλάμσν.-αρχ.1. απονέμω2. (ενεργ. και μέσ.) λαμβάνω μέρος σε κάτι, συμμετέχωαρχ.1. έχω στραμμένο το ενδιαφέρον μου σε πολλά πράγματα2. κατανέμω τις ψυχικές ή σωματικές μου δυνάμεις σε κάτι («εὐχῇ καὶ βίβλῳ καὶ θήρᾳ μερίζω τὸν βίον», Συνέσ.)3. παθ. α) παίρνω το μερίδιο που μού ανήκειβ) μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλον («μερισάμενος τὸ ἐμὸν χρυσίον μετὰ Φορμίωνος», Δημοσθ.)γ) χωρίζομαι σε ομάδες, σε μερίδες πολιτικές ή άλλες («στασιάντες πρὸς σφᾱς ἐμερίσθησαν οἱ μὲν πρὸς Ἀριόβαζον, οἱ δὲ πρὸς τὴν Λαοδίκην», Πολ.)δ) θεωρούμαι ότι ανήκω στη μερίδα κάποιου4. φρ. α) «ἐς πᾱσαν πεῑραν μερίζομαι» — κάνω κάθε απόπειρα, δοκιμάζω καθετίβ) «μερίζω τινὰ τοῑς ποιηταῑς» — κατανέμω, διαμοιράζω κάποιον ή τη ζωή κάποιου σε θέματα διαφόρων τραγωδιών τών ποιητώνγ) «μερίζω τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῡν» — διαιρώ τον τόκο κατ' αναλογία τού πλου, δηλ. πληρώνω μέρος τών χρημάτων ανάλογο προς το μέρος τού πλου που εκτελέστηκε (Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μερίζω (<*μερίδ-jω) < μερίς, -ίδος (< μέρος)].
Dictionary of Greek. 2013.